- κανονίας
- κανονίας, ὁ (Α)άνθρωπος λεπτός και ψηλός, με ευθυτενές ανάστημα, ευθύς σαν κανόνας.[ΕΤΥΜΟΛ. < κανών, -όνος + κατάλ. -ίας*, πρβλ. αισθηματ-ίας, εγκληματ-ίας].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κανονίαι — κανονίας one as straight as a masc nom/voc pl κανονίᾱͅ , κανονίας one as straight as a masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανόνας — (Μαθημ.). Γεωμετρικό όργανο, με το οποίο χαράσσονται ευθύγραμμα τμήματα και παράλληλες μεταξύ τους ευθείες (επειδή ο κ. καταλήγει σε παράλληλα ευθύγραμμα τμήματα). Ο κ., μαζί με τον διαβήτη, είναι τα δύο γεωμετρικά όργανα που οι αρχαίοι Έλληνες… … Dictionary of Greek
κανονίου — κανόνιον small bar neut gen sg κανονίας one as straight as a masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)